ποτοποιείο

ποτοποιείο
το
εργοστάσιο παραγωγής ποτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποτοποιείο — το, Ν εργοστάσιο που παρασκευάζει ποτά, κυρίως οινοπνευματώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. ποτοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”